γύρωση
Смотреть что такое "γύρωση" в других словарях:
γύρωση — η (Α γύρωσις) [γυρώ] νεοελλ. 1. σύνδεση σιδερένιων πλακών ή ελασμάτων με γυρωτικά καρφιά 2. εκσκαφή λάκκων γύρω από τα κλήματα για τον αερισμό τού εδάφους αρχ. κατασκευή κύκλου … Dictionary of Greek
γυρωτήρας — ο [γυρώ] μηχάνημα ή εργαλείο για την γύρωση, γυρωτικό σφυρί … Dictionary of Greek
γυρωτικός — ή, ό 1. χρήσιμος για τη γύρωση 2. «γυρωτικοί ήλοι» (αλλιώς, κοινώματα, τζαβέτες, καρφιά τής λαμαρίνας) καρφιά που χρησιμοποιούνται για τη σύνδεση σιδερένιων ελασμάτων … Dictionary of Greek
γύρωμα — το (Α γύρωμα) [γυρώ] η γύρωση … Dictionary of Greek